- στασιοφοβία
- και στασοφοβία, η, Νιατρ. ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία κατέχεται κανείς από αδικαιολόγητο φόβο όταν στέκεται όρθιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάση + -φοβία (< φόβος). Η λ. στασιοφοβία μαρτυρείται από το 1864 στον Ιω. Περβάνογλου].
Dictionary of Greek. 2013.